φτερώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φτερώνω < αρχαία ελληνική πτερώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

φτερώνω

  1. (για πουλί) ανοίγω τα φτερά μου και πετώ.
  2. (για τη φαντασία) πετώ στα σύννεφα.

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]