φωτογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτογραφώ < φωτογραφίζω + < φωτογραφία ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) photographier < photographie < αρχαία ελληνική φῶς + γράφω)

Ρήμα[επεξεργασία]

φωτογραφώ (παθητική φωνή: φωτογραφούμαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]