χαρακτηρίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαρακτηρίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος χαρακτηρίζω
Ρήμα[επεξεργασία]
χαρακτηρίζομαι, πρτ.: χαρακτηριζόμουν, στ.μέλλ.: θα χαρακτηριστώ, αόρ.: χαρακτηρίστηκα, μτχ.π.π.: χαρακτηρισμένος
- με χαρακτηρίζουν, μου αποδίδουν μια ιδιότητα
- Χαρακτηρίστηκα αναίσθητος ενώ είχα προσφερθεί να συνδράμω διακριτικά, χωρίς να διατυμπανίσω την πρόθεσή μου
- έχω ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό
- Ο φίλος μας χαρακτηρίζεται για την ψυχραιμία του
- αποκτώ μόνιμα έναν κακό χαρακτηρισμό
- Πάει πια, χαρακτηρίστηκε, για να ανεβεί στο μηχανάκι που είχε κλέψει ο φίλος του, τώρα έχει μητρώο
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαρακτηρίζομαι