χαρτοφύλακα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xaɾ.toˈfi.la.ka/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαρ‐το‐φύ‐λα‐κα
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]χαρτοφύλακα αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του χαρτοφύλακας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]χαρτοφύλακα αρσενικό