χαϊδευτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χαϊδευτικά < χαϊδευτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
χαϊδευτικά
- χρησιμοποιώντας κάποιο υποκοριστικό ή χαϊδευτικό όνομα
- το Δημήτρη τον φωνάζουν χαϊδευτικά και Τάκη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαϊδευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
χαϊδευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαϊδευτικό