χρῖμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χρῖμα < χρίω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χρῖμα ουδέτερο (μεταγενέστερα χρῖσμα)
- αυτό που επαλείφεται ή επιχρίεται, το χρίσμα, το λάδι, το μύρο