χῆτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χῆτος < συγγενές των χῆρος, χωρίς, χατίζω και στη ρίζα και στην έννοια της στέρησης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

χῆτος αρσενικό

ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις, χήτει οἰκείων, κοσμούμενον (Πλάτ.)
στολισμένος με χρώματα και στολίδια ξένα, μια που δεν είχε κανένα δικό του
χήτεϊ συμμάχων (Ηρόδοτος)
στερημένος συμμάχων, μόνος, ανάδελφος, χρειαζούμενος συμμάχους