ψυχρηλατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχρηλατώ < (ελληνιστική κοινήψυχρηλατέω / ψυχρηλατῶ < αρχαία ελληνική ψυχρός + ἐλαύνω

ψυχρηλατώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]