طمر

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αραβικά (ar)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

طمر < αραβική ρίζα ط م ر‎ (ṭ-m-r)

Ρήμα[επεξεργασία]

طمر (طَمَرَ) (ar) (tamara)

Ρήμα[επεξεργασία]

طمر (طَمِرَ) (ar) (tamira)



Οθωμανικά τουρκικά (ota)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

طمر < κληρονομημένο από την παλαιά τουρκική [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

طمر (damar)

  1. (ανατομία) αιμοφόρο αγγείο, φλέβα
  2. οτιδήποτε μοιάζει ή έχει σχήμα παρόμοιο με της φλέβας
  3. (μεταφορικά) ιδιαίτερο γνώρισμα του χαρακτήρα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Απόγονοι[επεξεργασία]

طمر (οθωμανικά τουρκικά)

τουρκικά: damar
αλβανικά: damar
νέα ελληνικά: νταμάρι

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 1245Redhouse, James W. (1890) A Turkish and English Lexicon. (Τουρκικό [οθωμανικό] και αγγλικό λεξικό) Κωνσταντινούπολη: A. H. Boyajian. (ανατύπωση).