ἀβροτάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀβροτάζω < παρασύνθετο του ἄβροτος < ἀμβρωτεῖν (αμαρτείν)

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀβροτάζω

Συνώνυμα[επεξεργασία]

* ἁμαρτάνω, σφάλλω

Αντώνυμα[επεξεργασία]

* επιτυγχάνω, ευστοχώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

* ἀβρόταξις

Σύνθετα[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • το ρήμα ἀβροτάζω είναι ελλιπές, σχηματίζεται από το ἀμβρωτ- + -άζω με αποβολή του μ, παρουσιάζει περιορισμένη χρήση μόνο στον ενεστώτα, μέλλοντα (ἀβροτάξω) και μέσο ενεστώτα (ἀβροτάζομαι), απαντάται στην Ιλιάδα του Ομήρου (Κ,65),