ἀμάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμάω, ήδη ομηρικό < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂met- (θερίζω, κόβω). Συγγενή: λατινική meto (metere), messio (θερισμός) > γαλλική moisson, και άλλα [1]

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀμάω / ἀμῶ

  1. θερίζω
  2. κόβω
  3. (μέση διάθεση ἀμάομαι) μαζεύω, συλλέγω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αμητός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]