ἀμπέχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀμπέχω < ἀμπ- + ἔχω < ἀμφέχω < ἀμφί + ἔχω (το φ του ἀμφέχω τράπηκε σε π για ανομοίωση προκειμένου να μην είναι δύο δασέα στη σειρά)

Ρήμα[επεξεργασία]

ἀμπέχω και ἀμπίσχω

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • παίρνει εσωτερική και εξωτερική αύξηση

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]