ἀμύριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
Ονομαστική | ὁ, ἡ ἀμύριστος | τὸ ἀμύριστον | οἱ, αἱ ἀμύριστοι | τὰ ἀμύριστα |
Γενική | τοῦ, τῆς ἀμυρίστου | τοῦ ἀμυρίστου | τῶν ἀμυρίστων | τῶν ἀμυρίστων |
Δοτική | τῷ, τῇ ἀμυρίστῳ | τῷ ἀμυρίστῳ | τοῖς, ταῖς ἀμυρίστοις | τοῖς ἀμυρίστοις |
Αιτιατική | τὸν, τὴν ἀμύριστον | τὸ ἀμύριστον | τοὺς, τὰς ἀμυρίστους | τὰ ἀμύριστα |
Κλητική | ἀμύριστε | ἀμύριστον | ἀμύριστοι | ἀμύριστα |
Πτώσεις | Δυικός | |||
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ἀμυρίστω | |||
Γενική-Δοτική | ἀμυρίστοιν |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ἀμύριστος, -ος, -ον (ῠ)
- που δεν τον έχρισαν με μύρα
- (μεταφορικά) αγενής, άξεστος