ἀπλίκιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπλίκιν < ἀπλικ(εύω) + -ιν

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἀπλίκιν ουδέτερο

  1. καταυλισμός, στρατόπεδο
     συνώνυμα: ἄπλικτον
  2. διαμονή
  3. κατοικία
  4. έπαυλη

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]