ἄγνος
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἄγνος < με παρασύνδεση προς το ἁγνός λόγω του συσχετισμού με την αγνότητα και τη γιορτή των Θεσμοφορίων και το έθιμο να στρώνονται κλαδιά λυγαριάς στα κρεβάτια < πιθανόν *agn- → και δείτε τη λέξη ἀγλύεσθαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἄγνος θηλυκό (αττικός τύπος αρσενικό)
- (φυτό) συνώνυμο του λύγος: η λυγαριά
- ταξινομικό είδος: Vitex agnus-castus
- άλλες μορφές: ἄγνον (ουδέτερο)
- (ψάρι) όνομα ενός είδους ψαριού
- (πτηνό) όνομα ενός είδους πουλιού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- αττικός τύπος : ἄγνος (αρσενικό)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- ἄγνιος
- ἀγνόκοκκον
- ἀγνόκοκκος
- ἀγνοκούκκιον
- Ἀγνοῦς & συγγενικά (δήμος των Αθηνών)
- ἐλαίαγνος
δεν σχετίζεται με το ἁγνός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- (μεσαιωνικά ελληνικά) ἄγνον (ουδέτερο), ἄγνη (θηλυκό)
Πηγές
[επεξεργασία]- ἄγνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.