ἄρχοντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- ἄρχοντας: από την αιτιατική ενικού «τὸν ἄρχοντα» της μετοχής ἄρχων
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: άρχοντας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἄρχοντας αρσενικό
- άλλη μορφή του ἄρχων
Συγγενικά
[επεξεργασία]θέμα με ἀρχοντ-
και
→ και δείτε τη λέξη ἄρχω για θέματα με ἀρχ-
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- ἄρχοντας: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ἄρχοντας αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]ἄρχοντας
- αιτιατική πληθυντικού, αρσενικού γένους του ἄρχων
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ἄρχοντας αρσενικό
Κατηγορίες:
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι μετοχών (αρχαία ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)