Ἀλωπεκή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἀλωπεκή
      γενική τῆς Ἀλωπεκῆς
      δοτική τῇ Ἀλωπεκ
    αιτιατική τὴν Ἀλωπεκήν
     κλητική ! Ἀλωπεκή
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἀλωπεκή < ἀλωπεκή

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἀλωπεκή θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]