ἐμάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος αντωνυμίας
[επεξεργασία]ἐμάς
- (κτητική αντωνυμία) αιτιατική πληθυντικού, θηλυκού γένους του ἐμός
Κτητικές αντωνυμίες
[επεξεργασία]Για έναν κτήτορα
[επεξεργασία]- α' πρόσωπο: ἐμός, ἐμή, ἐμόν (δικός μου, δική μου, δικό μου)
- β' πρόσωπο: σός, σή, σόν (δικός σου, δική σου, δικό σου)
- γ' πρόσωπο: ἑός, ἑή, ἑόν (δικός του, δική του, δικό του)