σφέτερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική      σφέτερος      σφετέρ      σφέτερον
      γενική σφετέρου σφετέρᾱς σφετέρου
      δοτική σφετέρ σφετέρ σφετέρ
    αιτιατική σφέτερον σφετέρᾱν σφέτερον
     κλητική !
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική      σφέτεροι      σφέτεραι      σφέτερ
      γενική σφετέρων σφετέρων σφετέρων
      δοτική σφετέροις σφετέραις σφετέροις
    αιτιατική σφετέρους σφετέρᾱς σφέτερ
     κλητική !
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ      σφετέρω      σφετέρ      σφετέρω
      γεν-δοτ σφετέροιν σφετέραιν σφετέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' - Παράρτημα#Αντωνυμίες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφέτερος < σφεῖς + -τερος

Αντωνυμία[επεξεργασία]

σφέτερος, -α, -ον

  1. δικός τους (για πολλούς κτήτορες)
  2. (σπάνιο) δικός του
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, (αποδίδεται) Ἀσπὶς Ἡρακλέουςw, 90 (89-92)
    τοῦ μὲν φρένας ἐξέλετο Ζεύς, | ὃς προλιπὼν σφέτερόν τε δόμον σφετέρους τε τοκῆας | ᾤχετο τιμήσων ἀλιτήμενον Εὐρυσθῆα, | σχέτλιος·
    Κι εκείνου τα μυαλά τα πήρε ο Δίας | κι άφησε πίσω του το σπίτι, τους γονιούς | κι έφυγε να τιμήσει τον ασεβή Ευρυσθέα, | ο δόλιος.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
     συνώνυμα: ἑός, ὅς
    ※  5ος αιώνας πκε Πίνδαρος, Ολυμπιόνικοι, 13, 60-62
    Ἐκ Λυκίας δὲ Γλαῦκον ἐλθόντα τρόμεον Δαναοί. Τοῖσι μέν ἐξεύχετ’ ἐν ἄστεϊ Πειράνας σφετέρου πατρὸς ἀρχάν καὶ βαθὺν κλᾶρον ἔμμεν καὶ μέγαρον
    λείπει η μετάφραση
  3. (σπάνιο) δικός μου
  4. (σπάνιο) δικός μας
  5. (σπάνιο) δικός σου
  6. (σπάνιο) δικός σας

Κτητικές αντωνυμίες[επεξεργασία]

Για έναν κτήτορα[επεξεργασία]

Για πολλούς κτήτορες[επεξεργασία]


Πηγές[επεξεργασία]