Ἐμμανουήλ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ἐμμανουήλ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή עמנו אל

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ἐμμανουήλ αρσενικό άκλιτο