Μετάβαση στο περιεχόμενο

ὑπισχνέομαι

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ὑπισχνέομαι < ὑπό και ἴσχω (άλλη μορφή του έχω)

ὑπισχνέομαι ὑπισχνοῦμαι

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  • ὑπίσχομαι (ιωνικός τύπος)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • ἡ ὑπόσχεσις και (ιωνικός τύπος) ἡ ὑποσχεσίη
  • ὑπέχομαι

Συγγενικά

[επεξεργασία]

της νεοελληνικής