ὑπισχνέομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ὑπισχνέομαι ὑπισχνοῦμαι
- υπόσχομαι, δεσμεύομαι να, αναλαμβάνω, βεβαιώνω
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- ὑπίσχομαι (ιωνικός τύπος)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ἡ ὑπόσχεσις και (ιωνικός τύπος) ἡ ὑποσχεσίη
- ὑπέχομαι
Συγγενικά[επεξεργασία]
της νεοελληνικής