*κακοπίστως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- *κακοπίστως: αμάρτυρος θετικός βαθμός του κακοπιστοτέρως. Μορφολογικά αναλύεται σε κακόπιστ(ος) + -ως. ή κακο- + πιστῶς
Επίρρημα
[επεξεργασία]*κακοπίστως, συγκριτικός :κακοπιστοτέρως
- (ελληνιστική κοινή) με αιρετικό τρόπο (κυριολεκτικά: με κακή πίστη)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις πιστῶς, πιστοτέρως και πιστός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κακοπίστως (καθαρεύουσα, με διαφορετική σημασία)
Πηγές
[επεξεργασία]- *κακοπίστως - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «κακοπίστως» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Με σήμανση: «επίρρ. μτγν. κ. νεώτ. […] μ. κτ. συγκρ. κακοπιστοτέρως», δηλαδή: «επίρρημα μεταγενέστερο και νεότερο […] μόνο κατά τον συγκριτικό κακοπιστοτέρως».