Balıkçı

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: balıkçı, Balikçi, Balikci

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Balıkçı < επάγγελμα balıkçı (ψαράς, ιχθυοπώλης)
Συγγενή επώνυμα: αρμενικά Բալիկչյան (Balikčʿyan), νέα ελληνικά Μπαλικτζής

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Balıkçı αρσενικό ή θηλυκό

Παράγωγα

[επεξεργασία]