DDR
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
DDR | DDRs |
DDR (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) συντομογραφία του double data rate
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
DDR στην αγγλική Βικιπαίδεια
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- DDR < Deutsche Demokratische Republik
Συντομομορφή[επεξεργασία]
DDR (de) θηλυκό