DELF

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Delf

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
DELF < Diplôme d'Études en Langue Française

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɛlf/

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

DELF (fr) άκλιτο αρσενικό ακρωνύμιο