Danish
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]Danish (en)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Danish (en)
- (εθνικό όνομα) οι Δανοί, ο δανέζικος λαός
- (γλώσσα) τα δανικά, η δανική (ή δανέζικη) γλώσσα
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Danish < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Danish αρσενικό ή θηλυκό