Danish
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]Danish (en)
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Danish (en)
- (εθνικό όνομα) οι Δανοί, ο δανέζικος λαός
- (γλώσσα) τα δανικά, η δανική (ή δανέζικη) γλώσσα
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Danish < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Danish αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]- Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]