Ebene
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ebene (de) θηλυκό
- η πεδιάδα
- (μεταφορικά) το επίπεδο
- auf angemessener Ebene - σε πιο κατάλληλο επίπεδο
- (μαθηματικά, φυσική) το επίπεδο