Ebene
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈeːbənə/
- ⓘ
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ebe‐ne
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ebene (de) θηλυκό
- η πεδιάδα
- (μεταφορικά) το επίπεδο
- auf angemessener Ebene - σε πιο κατάλληλο επίπεδο
- (μαθηματικά, φυσική) το επίπεδο
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ebene < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ebene αρσενικό ή θηλυκό