Fuß
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
Γερμανικά
(de)
[
επεξεργασία
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
Fuß
(de)
αρσενικό
το κάτω μέρος του
ποδιού
το
πόδι
επίπλων
πόδι
, μονάδα μήκους
Δείτε επίσης
[
επεξεργασία
]
Bein
Κατηγορίες
:
Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
Γερμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (γερμανικά)
Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Afrikaans
العربية
Asturianu
Azərbaycanca
Brezhoneg
Català
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Español
Eesti
Euskara
فارسی
Suomi
Français
Galego
עברית
Hrvatski
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Кыргызча
Latina
Limburgs
ລາວ
Lietuvių
Malagasy
Македонски
Plattdüütsch
Nederlands
Norsk
Occitan
Polski
Português
Русский
Sängö
Svenska
ไทย
Tok Pisin
Türkçe
中文
Bân-lâm-gú