Bein

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: bein

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Bein die Beine
γενική des Beins
Beines
der Beine
δοτική dem Bein
Beine
den Beinen
αιτιατική das Bein die Beine

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Bein < συγγενές με το αγγλικό bone ("κόκκαλο")

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Bein (de) ουδέτερο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • Lügen haben kurze Beine. - Τα ψέματα έχουν κοντά ποδάρια.

Σύνθετα[επεξεργασία]