Bein
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Bein | die | Beine |
γενική | des | Beins Beines |
der | Beine |
δοτική | dem | Bein Beine |
den | Beinen |
αιτιατική | das | Bein | die | Beine |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Bein < συγγενές με το αγγλικό bone ("κόκκαλο")
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Bein (de) ουδέτερο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Lügen haben kurze Beine. - Τα ψέματα έχουν κοντά ποδάρια.