Karst

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Karst (2)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Karst < σλοβενική Kras (περιοχή στη Σλοβενία)

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Karst (de)

  1. (γεωλογία) καρστ
  2. γεωργικό εργαλείο


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Karst αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Karst < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Karst αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [3]