Μετάβαση στο περιεχόμενο

Kloster

Από Βικιλεξικό

Γερμανικά (de)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kloster < (κληρονομημένο) παλαιά άνω γερμανική klōstar < δημώδης λατινική *clōstrum, μεσαιωνική λατινική claustrum

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Kloster (de) ουδέτερο



Δανικά (da)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kloster < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kloster αρσενικό ή θηλυκό

  • Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023



Νορβηγικά (no)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kloster < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kloster αρσενικό ή θηλυκό

  • Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023