Lehrer
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Lehrer (de) (θηλυκό: Lehrerin)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη lehren
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Lehrer < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Lehrer αρσενικό ή θηλυκό