Pole
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
Pole | Poles |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Pole (en)
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Pole (de) αρσενικό (θηλυκό Polin)
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Pole < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Pole αρσενικό ή θηλυκό