Reiten

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Reiten < ουσιαστικοποίηση του απαρεμφάτου "reiten"

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Reiten (de)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Reiten < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Reiten αρσενικό ή θηλυκό

  • Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023 [1]