Reiten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Reiten < ουσιαστικοποίηση του απαρεμφάτου "reiten"
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Reiten (de)
- η ιππασία