Μετάβαση στο περιεχόμενο

Salat

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: salat
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Salat die Salate
γενική des Salats
Salates
der Salate
δοτική dem Salat
Salate
den Salaten
αιτιατική den Salat die Salate

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
Salat < (άμεσο δάνειο) ιταλική salata / insalata [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zaˈlaːt/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Salat (de) αρσενικό

  1. η σαλάτα
  2. (λαχανικό) το μαρούλι
     συνώνυμα: (παρωχημένο) Lattich
  3. (μεταφορικά) το χάλι, η ακαταστασία

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Salat στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Salat - Duden online.
  2. Salat - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Salat
γενική der Salat
δοτική der Salat
αιτιατική die Salat

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
Salat < (άμεσο δάνειο) αραβική صَلَاة (ṣalāh)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Salat (de) θηλυκό, μόνο στον ενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Salat αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Salat < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Salat αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden