μαρούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μαρούλι | τα | μαρούλια |
γενική | του | μαρουλιού | των | μαρουλιών |
αιτιατική | το | μαρούλι | τα | μαρούλια |
κλητική | μαρούλι | μαρούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μαρούλι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μαρούλιν < ελληνιστική κοινή μαρούλιον < λατινική *amarulus < amarus
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαρούλι ουδέτερο
- (βοτανική) ετήσιο, ποώδες λαχανικό γρήγορης ανάπτυξης - είδος: Λακτούκη η ήμερη (Lactuca sativa), της οικογένειας Σύνθετα (Compositae)
- σαλάτα από το παραπάνω λαχανικό
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαρούλι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)