lettuce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
lettuce | lettuces |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]lettuce (en)
Δείτε επίσης : lattice |
ενικός | πληθυντικός |
lettuce | lettuces |
lettuce (en)