sałata
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | sałata | sałaty |
γενική | sałaty | sałat |
δοτική | sałacie | sałatom |
αιτιατική | sałatę | sałaty |
οργανική | sałatą | sałatami |
τοπική | sałacie | sałatach |
κλητική | sałato | sałaty |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sałata (pl) θηλυκό