TC
Εμφάνιση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- TC < Türkiye Cumhuriyeti
Προφορά
[επεξεργασία]
Συντομομορφή
[επεξεργασία]TC (tr) αρκτικόλεξο
- (πολιτική) Türkiye Cumhuriyeti, Δημοκρατία της Τουρκίας
- (κατ’ επέκταση, προφορικό) αριθμός ταυτότητας
- ⮡ TC'nizi söyler misiniz? — Παρακαλείσθε να πείτε τον αριθμό ταυτότητάς σας;
- ≈ συνώνυμα: kimlik numarası, TC kimlik numarası, TC kimlik no