aŭtopsio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- aŭtopsio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aŭtopsio | aŭtopsioj |
αιτιατική | aŭtopsion | aŭtopsiojn |
aŭtopsio (eo)
- η αυτοψία