abeo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

abeo < ab + eo

Ρήμα[επεξεργασία]

abeo

  1. απέρχομαι
  2. παρέρχομαι
  3. απαλλάσσω
  4. παύω
  5. εξαφανίζω
  6. χάνω
  7. αποβαίνω
  8. μεταβαίνω
  9. μεταβάλλω, μεταμορφώνω

Κλίση[επεξεργασία]