accrochage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
accrochage | accrochages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
accrochage (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
accrochage | accrochages |
accrochage (fr) αρσενικό