acharné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | acharné | acharnés |
θηλυκό | acharnée | acharnées |
Επίθετο
[επεξεργασία]acharné (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη acharner