acquaintance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

acquaintance (en)

  1. ένας γνωστός, κάποιος με τον οποίο έχουμε κοινωνική επαφή
  2. acquaintance, acquaintance with: εξοικείωση με γνωστικό αντικείμενο, γνώση
    (δεν χρησιμοποιείται για βαθιά γνώση [εκτός αν προσδίδει ύφος στον λόγο, μα δεν προτιμάται])