acquaintance
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
acquaintance (en)
- ένας γνωστός, κάποιος με τον οποίο έχουμε κοινωνική επαφή
- acquaintance, acquaintance with: εξοικείωση με γνωστικό αντικείμενο, γνώση
- (δεν χρησιμοποιείται για βαθιά γνώση [εκτός αν προσδίδει ύφος στον λόγο, μα δεν προτιμάται])