adapto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adapto | adaptoj |
αιτιατική | adapton | adaptojn |
adapto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | adapto | adaptoj |
αιτιατική | adapton | adaptojn |
adapto (eo)