addicted
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | addicted |
συγκριτικός | more addicted |
υπερθετικός | most addicted |
addicted (en) (όχι πριν από το ουσιαστικό)
- εθισμένος, εξαρτημένος, εθίζομαι, που δεν μπορεί να σταματήσει να χρησιμοποιεί ή να κάνει κάτι ως συνήθεια, ειδικά κάτι επιβλαβές
- ⮡ Maria is addicted to gambling.
- Η Μαρία είναι εθισμένη στο τζόγο.
- ⮡ He is addicted to his phone.
- Είναι εθισμένος στο κινητό του.
- ⮡ They are addicted to playing cards/gambling.
- Είναι εξαρτημένοι από τη χαρτοπαιξία.
- ⮡ Our body easily becomes addicted to toxic substances.
- Ο οργανισμός μας εθίζεται εύκολα στις τοξικές ουσίες.
- ⮡ He got addicted to drugs.
- Εθίστηκε στα ναρκωτικά.
- ⮡ Maria is addicted to gambling.
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]addicted (en)