ados
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ados | ados |
ados (fr) αρσενικό
- χωμάτινος λοφίσκος που κατασκευάζεται για να προστατέψει τις καλλιέργειες από την κακοκαιρία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ados (fr)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ados (eo)
- μέλλοντας του ρήματος adi