ados

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
ados ados

ados (fr) αρσενικό

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ados (fr)



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ados (eo)

  • μέλλοντας του ρήματος adi