aerŝakto
(Ανακατεύθυνση από aershakto)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerŝakto | aerŝaktoj |
αιτιατική | aerŝakton | aerŝaktojn |
aerŝakto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | aerŝakto | aerŝaktoj |
αιτιατική | aerŝakton | aerŝaktojn |
aerŝakto (eo)