affect
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
affect (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
affect (en)
- επηρεάζω
- συγκινώ
- προσποιούμαι κάτι
- προσβάλλω (π.χ. για αρρώστια που προσβάλλει ένα μέρος του σώματος)