affiliation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
affiliation | affiliations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]affiliation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)
Πηγές
[επεξεργασία]- affiliation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 212. ISBN 9780194325684., λήμμα: δεσμός
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
affiliation | affiliations |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]affiliation (fr) θηλυκό
- το να γίνεται κάποιος μέλος